κάρβουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάρβουνο | τα | κάρβουνα |
| γενική | του | κάρβουνου | των | κάρβουνων |
| αιτιατική | το | κάρβουνο | τα | κάρβουνα |
| κλητική | κάρβουνο | κάρβουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάρβουνο < μεσαιωνική ελληνική κάρβουνον < λατινική carbo
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.vu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάρ‐βου‐νο

κάρβουνα

πορτρέτο γυναίκας σχεδιασμένο με κάρβουνο (1898)
Ουσιαστικό
κάρβουνο ουδέτερο
- (γεωλογία) υλικό από άνθρακα, το οποίο παράγεται με αργή και ατελή καύση οργανικών ουσιών (κυρίως το ξύλο) και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη
- ※ Εἶχαν περάσει ἀπὸ παλιὰ καμίνια, ὅπου ἔφτιαναν ἄλλες χρονιὲς κάρβουνα οἱ καρβουνιάρηδες. Ἐκεῖ στάθηκαν λίγο καὶ τοὺς ἐξήγησε ὁ δασάρχης τὸν τρόπο ποὺ γίνονται τὰ κάρβουνα. (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά, κεφ. Τα πεθαμένα δέντρα, 1918)
- (ειδικότερα) το ξυλοκάρβουνο
- (συνεκδοχικά) κάτι που έχει καεί ολότελα, που έχει απανθρακωθεί
- (ζωγραφική) ειδική μορφή άνθρακα σε σχήμα κοντυλιού που χρησιμοποιείται για σχέδιο ζωγραφικής
Εκφράσεις
Συγγενικά
- καρβονικός
- καρβουνάκι
- καρβουναρειό
- καρβουνιάζω
- καρβουνιάρης
- καρβουνιάρικος
- καρβουνίδι
- καρβύνιο
- καρμπόν
- καρμπονάρα
- καρμπονάρος
Σύνθετα
- καρβοξύλιο
- καρβουναποθήκη
- καρβουνέμπορος
- καρβουνόσκονη
- ξυλοκάρβουνο
- πετροκάρβουνο
- μονοκαρβονικός
Μεταφράσεις
υλικό από άνθρακα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.