φωτεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτεινός | η | φωτεινή | το | φωτεινό |
| γενική | του | φωτεινού | της | φωτεινής | του | φωτεινού |
| αιτιατική | τον | φωτεινό | τη | φωτεινή | το | φωτεινό |
| κλητική | φωτεινέ | φωτεινή | φωτεινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτεινοί | οι | φωτεινές | τα | φωτεινά |
| γενική | των | φωτεινών | των | φωτεινών | των | φωτεινών |
| αιτιατική | τους | φωτεινούς | τις | φωτεινές | τα | φωτεινά |
| κλητική | φωτεινοί | φωτεινές | φωτεινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωτεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωτεινός < → δείτε τη λέξη φῶς
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.tiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τει‐νός
Επίθετο
φωτεινός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- φωτεινός θάλαμος
- φωτεινός παντογνώστης
Μεταφράσεις
Πηγές
- φωτεινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φωτεινός | ἡ | φωτεινή | τὸ | φωτεινόν |
| γενική | τοῦ | φωτεινοῦ | τῆς | φωτεινῆς | τοῦ | φωτεινοῦ |
| δοτική | τῷ | φωτεινῷ | τῇ | φωτεινῇ | τῷ | φωτεινῷ |
| αιτιατική | τὸν | φωτεινόν | τὴν | φωτεινήν | τὸ | φωτεινόν |
| κλητική ὦ! | φωτεινέ | φωτεινή | φωτεινόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φωτεινοί | αἱ | φωτειναί | τὰ | φωτεινᾰ́ |
| γενική | τῶν | φωτεινῶν | τῶν | φωτεινῶν | τῶν | φωτεινῶν |
| δοτική | τοῖς | φωτεινοῖς | ταῖς | φωτειναῖς | τοῖς | φωτεινοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | φωτεινούς | τὰς | φωτεινᾱ́ς | τὰ | φωτεινᾰ́ |
| κλητική ὦ! | φωτεινοί | φωτειναί | φωτεινᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωτεινώ | τὼ | φωτεινᾱ́ | τὼ | φωτεινώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | φωτεινοῖν | τοῖν | φωτειναῖν | τοῖν | φωτεινοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
→ ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φωτεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωτεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.