ζωντανεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωντανεύω < ζωντανός + -εύω

Ρήμα

ζωντανεύω

  1. (αμετάβατο) ξαναγυρίζω στη ζωή, ανασταίνομαι
  2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ ξανά ζωντάνια, κίνηση, ενέργεια, διάθεση, αναζωογονούμαι
  3. (μεταβατικό) δίνω πάλι ζωή σε κάτι, ανασταίνω
  4. (μεταβατικό) (μεταφορικά) αναζωογονώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.