ζωντανεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ζωντανεύω
- (αμετάβατο) ξαναγυρίζω στη ζωή, ανασταίνομαι
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ ξανά ζωντάνια, κίνηση, ενέργεια, διάθεση, αναζωογονούμαι
- (μεταβατικό) δίνω πάλι ζωή σε κάτι, ανασταίνω
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) αναζωογονώ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.