διαδικτυακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαδικτυακά < διαδικτυακ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.ði.kti.aˈka/ & /ði̯a.ði.kti.aˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαδικτυακά

Επίρρημα

διαδικτυακά

  1. (νεολογισμός) στο διαδίκτυο
  2. (νεολογισμός) με διαδικτυακό τρόπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαδικτυακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.