ζωντανό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωντανό τα ζωντανά
      γενική του ζωντανού των ζωντανών
    αιτιατική το ζωντανό τα ζωντανά
     κλητική ζωντανό ζωντανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωντανό < ζωντανός

Ουσιαστικό

ζωντανό ουδέτερο

  1. οικόσιτο ζώο
  2. (σκωπτικό) ανόητος, χαζός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ζωντανό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.