πεθαμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεθαμένος η πεθαμένη το πεθαμένο
      γενική του πεθαμένου της πεθαμένης του πεθαμένου
    αιτιατική τον πεθαμένο την πεθαμένη το πεθαμένο
     κλητική πεθαμένε πεθαμένη πεθαμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεθαμένοι οι πεθαμένες τα πεθαμένα
      γενική των πεθαμένων των πεθαμένων των πεθαμένων
    αιτιατική τους πεθαμένους τις πεθαμένες τα πεθαμένα
     κλητική πεθαμένοι πεθαμένες πεθαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεθαμένος: μετοχή, επιθετικοποιημένη μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.θaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεθαμένος

Μετοχή

πεθαμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συνώνυμα

σε λόγιο ύφος:

Εκφράσεις

  • Θεός σχωρέσ' τα πεθαμένα σου
  • δείτε περισσότερες εκφράσεις για τα #Συνώνυμα

Παράγωγα

  • πεθαμένα (ουδέτερο πληθυντικός)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.