άπραγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπραγος η άπραγη το άπραγο
      γενική του άπραγου της άπραγης του άπραγου
    αιτιατική τον άπραγο την άπραγη το άπραγο
     κλητική άπραγε άπραγη άπραγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπραγοι οι άπραγες τα άπραγα
      γενική των άπραγων των άπραγων των άπραγων
    αιτιατική τους άπραγους τις άπραγες τα άπραγα
     κλητική άπραγοι άπραγες άπραγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπραγος < (ελληνιστική κοινή) ἄπραγος, α- + -πραγος < πράττω / πράγμα

Επίθετο

άπραγος, -η, -ο

  1. άλλη μορφή του απράγμων
  2. άπειρος (χωρίς πείρα), αθώος
  3. (σπάνιο) άλλη μορφή του άπρακτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.