ζωηρεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωηρεμένος η ζωηρεμένη το ζωηρεμένο
      γενική του ζωηρεμένου της ζωηρεμένης του ζωηρεμένου
    αιτιατική τον ζωηρεμένο τη ζωηρεμένη το ζωηρεμένο
     κλητική ζωηρεμένε ζωηρεμένη ζωηρεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωηρεμένοι οι ζωηρεμένες τα ζωηρεμένα
      γενική των ζωηρεμένων των ζωηρεμένων των ζωηρεμένων
    αιτιατική τους ζωηρεμένους τις ζωηρεμένες τα ζωηρεμένα
     κλητική ζωηρεμένοι ζωηρεμένες ζωηρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ζωηρεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.