δραστήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δραστήριος | η | δραστήρια | το | δραστήριο |
| γενική | του | δραστήριου | της | δραστήριας | του | δραστήριου |
| αιτιατική | τον | δραστήριο | τη | δραστήρια | το | δραστήριο |
| κλητική | δραστήριε | δραστήρια | δραστήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δραστήριοι | οι | δραστήριες | τα | δραστήρια |
| γενική | των | δραστήριων | των | δραστήριων | των | δραστήριων |
| αιτιατική | τους | δραστήριους | τις | δραστήριες | τα | δραστήρια |
| κλητική | δραστήριοι | δραστήριες | δραστήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δραστήριος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾaˈsti.ɾi.os/
Επίθετο
δραστήριος -α -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.