ζωηρόχρωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωηρόχρωμος η ζωηρόχρωμη το ζωηρόχρωμο
      γενική του ζωηρόχρωμου της ζωηρόχρωμης του ζωηρόχρωμου
    αιτιατική τον ζωηρόχρωμο τη ζωηρόχρωμη το ζωηρόχρωμο
     κλητική ζωηρόχρωμε ζωηρόχρωμη ζωηρόχρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωηρόχρωμοι οι ζωηρόχρωμες τα ζωηρόχρωμα
      γενική των ζωηρόχρωμων των ζωηρόχρωμων των ζωηρόχρωμων
    αιτιατική τους ζωηρόχρωμους τις ζωηρόχρωμες τα ζωηρόχρωμα
     κλητική ζωηρόχρωμοι ζωηρόχρωμες ζωηρόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωηρόχρωμος < ζωηρ(ός) + -ό- + -χρωμος

Επίθετο

ζωηρόχρωμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.