ενεργητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενεργητικότητα οι ενεργητικότητες
      γενική της ενεργητικότητας των ενεργητικοτήτων
    αιτιατική την ενεργητικότητα τις ενεργητικότητες
     κλητική ενεργητικότητα ενεργητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενεργητικότητα < ενεργητικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ενεργητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.