ενεργητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργητικός η ενεργητική το ενεργητικό
      γενική του ενεργητικού της ενεργητικής του ενεργητικού
    αιτιατική τον ενεργητικό την ενεργητική το ενεργητικό
     κλητική ενεργητικέ ενεργητική ενεργητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργητικοί οι ενεργητικές τα ενεργητικά
      γενική των ενεργητικών των ενεργητικών των ενεργητικών
    αιτιατική τους ενεργητικούς τις ενεργητικές τα ενεργητικά
     κλητική ενεργητικοί ενεργητικές ενεργητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενεργητικός < αρχαία ελληνική ἐνεργητικός

Επίθετο

ενεργητικός

  1. που είναι ενεργός και σχετικά δραστήριος
  2. (γραμματική) που δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί
  3. που παίζει το ρόλο του άντρα σε ομοφυλόφιλη σχέση

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.