ενεργητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενεργητικός | η | ενεργητική | το | ενεργητικό |
| γενική | του | ενεργητικού | της | ενεργητικής | του | ενεργητικού |
| αιτιατική | τον | ενεργητικό | την | ενεργητική | το | ενεργητικό |
| κλητική | ενεργητικέ | ενεργητική | ενεργητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενεργητικοί | οι | ενεργητικές | τα | ενεργητικά |
| γενική | των | ενεργητικών | των | ενεργητικών | των | ενεργητικών |
| αιτιατική | τους | ενεργητικούς | τις | ενεργητικές | τα | ενεργητικά |
| κλητική | ενεργητικοί | ενεργητικές | ενεργητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενεργητικός < αρχαία ελληνική ἐνεργητικός
Επίθετο
ενεργητικός
- που είναι ενεργός και σχετικά δραστήριος
- (γραμματική) που δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί
- που παίζει το ρόλο του άντρα σε ομοφυλόφιλη σχέση
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- ενεργητική διάθεση
- ενεργητική φωνή
- ενεργητικό ρήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.