άτακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτακτος η άτακτη το άτακτο
      γενική του άτακτου της άτακτης του άτακτου
    αιτιατική τον άτακτο την άτακτη το άτακτο
     κλητική άτακτε άτακτη άτακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτακτοι οι άτακτες τα άτακτα
      γενική των άτακτων των άτακτων των άτακτων
    αιτιατική τους άτακτους τις άτακτες τα άτακτα
     κλητική άτακτοι άτακτες άτακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτακτος < αρχαία ελληνική ἄτακτος

Επίθετο

άτακτος, -η, -ο

  1. που δεν είναι σε τάξη
  2. που κάνει αταξίες
    Αυτό το παιδί είναι άτακτο.
  3. που δεν γίνεται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.