νωθρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωθρός η νωθρή το νωθρό
      γενική του νωθρού της νωθρής του νωθρού
    αιτιατική τον νωθρό τη νωθρή το νωθρό
     κλητική νωθρέ νωθρή νωθρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωθροί οι νωθρές τα νωθρά
      γενική των νωθρών των νωθρών των νωθρών
    αιτιατική τους νωθρούς τις νωθρές τα νωθρά
     κλητική νωθροί νωθρές νωθρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νωθρός < αρχαία ελληνική νωθής

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈθɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /noˈθɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /noˈθɾo/ ουδέτερο

Επίθετο

νωθρός, -ή, -ό

  1. που κινείται αργά και τεμπέλικα
  2. που αποφεύγει περίπλοκους συλλογισμούς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.