δράση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δράση | οι | δράσεις |
| γενική | της | δράσης* | των | δράσεων |
| αιτιατική | τη | δράση | τις | δράσεις |
| κλητική | δράση | δράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δράση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δρᾶ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική δρᾶσις < δράω/δρῶ
Ουσιαστικό
δράση θηλυκό
- η δραστηριοποίηση και οι ενέργειες που κάνει κάποιος για έναν σκοπό
- ↪ περιβαλλοντική δράση, εθελοντική, επαναστατική, εναλλακτική, φιλανθρωπική δράση
- ※ Ήταν καιρός λοιπόν ν' αναληφθεί κάποιου είδους δράση. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
- η ενέργεια, η κίνηση
- η εκδήλωση κάποιας ενέργειας
- (λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο) η εναλλαγή των σκηνών και των επεισοδίων σε λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
Εκφράσεις
- εν δράσει
- Άμεση Δράση (αστυνομική υπηρεσία που επεμβαίνει αμέσως)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.