σφριγηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σφριγηλός | η | σφριγηλή | το | σφριγηλό |
| γενική | του | σφριγηλού | της | σφριγηλής | του | σφριγηλού |
| αιτιατική | τον | σφριγηλό | τη | σφριγηλή | το | σφριγηλό |
| κλητική | σφριγηλέ | σφριγηλή | σφριγηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σφριγηλοί | οι | σφριγηλές | τα | σφριγηλά |
| γενική | των | σφριγηλών | των | σφριγηλών | των | σφριγηλών |
| αιτιατική | τους | σφριγηλούς | τις | σφριγηλές | τα | σφριγηλά |
| κλητική | σφριγηλοί | σφριγηλές | σφριγηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfɾi.ʝiˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφρι‐γη‐λός
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- σφριγηλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.