σφριγηλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφριγηλός η σφριγηλή το σφριγηλό
      γενική του σφριγηλού της σφριγηλής του σφριγηλού
    αιτιατική τον σφριγηλό τη σφριγηλή το σφριγηλό
     κλητική σφριγηλέ σφριγηλή σφριγηλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφριγηλοί οι σφριγηλές τα σφριγηλά
      γενική των σφριγηλών των σφριγηλών των σφριγηλών
    αιτιατική τους σφριγηλούς τις σφριγηλές τα σφριγηλά
     κλητική σφριγηλοί σφριγηλές σφριγηλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σφριγηλός < σφρίγος + αρχαίο επίθημα -ηλός [1] < (ελληνιστική κοινή) σφρίγος

Προφορά

ΔΦΑ : /sfɾi.ʝiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφριγηλός

Επίθετο

σφριγηλός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.