ζωηρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ζωηρεύω
- (αμετάβατο) γίνομαι περισσότερο ζωηρός απ' ό,τι ήμουν
- ο Γιωργάκης ήταν ήσυχο παιδί, αλλά τελευταία ζωήρεψε
- (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο ζωηρό, του προσθέτω κίνηση, ένταση
- η παρέμβαση του τρίτου ομιλητή ζωήρεψε κάπως τη μέχρι τότε ανιαρή συζήτηση
Μεταφράσεις
ζωηρεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.