ζωηράδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωηράδα | οι | ζωηράδες |
| γενική | της | ζωηράδας | των | ζωηράδων |
| αιτιατική | τη | ζωηράδα | τις | ζωηράδες |
| κλητική | ζωηράδα | ζωηράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.