ζωηρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωηρότητα οι ζωηρότητες
      γενική της ζωηρότητας των ζωηροτήτων
    αιτιατική τη ζωηρότητα τις ζωηρότητες
     κλητική ζωηρότητα ζωηρότητες
Συνήωθς στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωηρότητα < καθαρεύουσα ζωηρότης < (ελληνιστική κοινή) ζωηρός

Ουσιαστικό

ζωηρότητα θηλυκό

  1. η ζωηράδα, η ζωντάνια, το στοιχείου του σφρίγους, του ακμαίου, της έντασης που δηλώνει υγεία, δύναμη, ζωή, συνοδευόμενη συχνά και από κίνηση
  2. (μεταφορικά) η τσαχπινιά, η αταξία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.