ανήσυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανήσυχος η ανήσυχη το ανήσυχο
      γενική του ανήσυχου της ανήσυχης του ανήσυχου
    αιτιατική τον ανήσυχο την ανήσυχη το ανήσυχο
     κλητική ανήσυχε ανήσυχη ανήσυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανήσυχοι οι ανήσυχες τα ανήσυχα
      γενική των ανήσυχων των ανήσυχων των ανήσυχων
    αιτιατική τους ανήσυχους τις ανήσυχες τα ανήσυχα
     κλητική ανήσυχοι ανήσυχες ανήσυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανήσυχος < (ελληνιστική κοινή) ἀνήσυχος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἥσυχος

Επίθετο

ανήσυχος, -η, -ο

  1. που δεν είναι ήσυχος, που έχει αναστατωθεί ή ταραχτεί για κάτι
     συνώνυμα: αναστατωμένος, ταραγμένος
     αντώνυμα: ήσυχος, ήρεμος
  2. αεικίνητος
     αντώνυμα: ακίνητος, στάσιμος
  3. που ψάχνει, που ερευνά, που δεν επαναπαύεται
     συνώνυμα: ερευνητικός
     αντώνυμα: αδιάφορος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.