ανήσυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήσυχος | η | ανήσυχη | το | ανήσυχο |
| γενική | του | ανήσυχου | της | ανήσυχης | του | ανήσυχου |
| αιτιατική | τον | ανήσυχο | την | ανήσυχη | το | ανήσυχο |
| κλητική | ανήσυχε | ανήσυχη | ανήσυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήσυχοι | οι | ανήσυχες | τα | ανήσυχα |
| γενική | των | ανήσυχων | των | ανήσυχων | των | ανήσυχων |
| αιτιατική | τους | ανήσυχους | τις | ανήσυχες | τα | ανήσυχα |
| κλητική | ανήσυχοι | ανήσυχες | ανήσυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανήσυχος < (ελληνιστική κοινή) ἀνήσυχος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἥσυχος
Επίθετο
ανήσυχος, -η, -ο
- που δεν είναι ήσυχος, που έχει αναστατωθεί ή ταραχτεί για κάτι
- ≈ συνώνυμα: αναστατωμένος, ταραγμένος
- ≠ αντώνυμα: ήσυχος, ήρεμος
- αεικίνητος
- που ψάχνει, που ερευνά, που δεν επαναπαύεται
- ≈ συνώνυμα: ερευνητικός
- ≠ αντώνυμα: αδιάφορος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.