γουρούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουρούνι τα γουρούνια
      γενική του γουρουνιού των γουρουνιών
    αιτιατική το γουρούνι τα γουρούνια
     κλητική γουρούνι γουρούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρούνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουρούνι(ν), γουρούνιον
οικόσιτη γουρούνα (Sus scrofa) με το γουρουνόπουλο της

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈɾu.ni/

Ουσιαστικό

γουρούνι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) είδος οικόσιτου θηλαστικού, ο χοίρος, το είδος Sus scrofa domesticus
  2. (υβριστικό) ο άνθρωπος που είναι
    1. βρώμικος
    2. άξεστος, αγενής, κτηνώδης
    3. λαίμαργος, τρώει άτσαλα
    4. χοντρός

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • γουρουνο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γουρουνο- στο Βικιλεξικό

Εκφράσεις

  • γουρούνι στο σακί
  • σα να σφάζουνε γουρούνι

Μεταφράσεις

Αναφορές



    Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

    Ετυμολογία

    γουρούνι <  δείτε τη λέξη γουρούνιν

    Ουσιαστικό

    γουρούνι ουδέτερο

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.