χοῖρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χοῖρος < ομόρριζο των χήρ (ακανθόχοιρος) και του χέρσος

Ουσιαστικό

χοῖρος αρσενικό

  1. ο χοίρος, το γουρούνι, συνήθως ο νεαρός, το γουρουνόπουλο
  2. τα γυναικεία γεννητικά όργανα, το αιδοίο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.