άξεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άξεστος η άξεστη το άξεστο
      γενική του άξεστου της άξεστης του άξεστου
    αιτιατική τον άξεστο την άξεστη το άξεστο
     κλητική άξεστε άξεστη άξεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άξεστοι οι άξεστες τα άξεστα
      γενική των άξεστων των άξεστων των άξεστων
    αιτιατική τους άξεστους τις άξεστες τα άξεστα
     κλητική άξεστοι άξεστες άξεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άξεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄξεστος[1] < ἀ- + ξέω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.kse.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άξεστος

Επίθετο

άξεστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.