γουρουνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γουρουνοειδής | η | γουρουνοειδής | το | γουρουνοειδές |
| γενική | του | γουρουνοειδούς* | της | γουρουνοειδούς | του | γουρουνοειδούς |
| αιτιατική | τον | γουρουνοειδή | τη | γουρουνοειδή | το | γουρουνοειδές |
| κλητική | γουρουνοειδή(ς) | γουρουνοειδής | γουρουνοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γουρουνοειδείς | οι | γουρουνοειδείς | τα | γουρουνοειδή |
| γενική | των | γουρουνοειδών | των | γουρουνοειδών | των | γουρουνοειδών |
| αιτιατική | τους | γουρουνοειδείς | τις | γουρουνοειδείς | τα | γουρουνοειδή |
| κλητική | γουρουνοειδείς | γουρουνοειδείς | γουρουνοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γουρουνοειδής, -ης, -ες
- αυτός που μοιάζει με γουρούνι
- αυτός που συμπεριφέρεται όπως το γουρούνι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.