οικόσιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικόσιτος | η | οικόσιτη | το | οικόσιτο |
| γενική | του | οικόσιτου | της | οικόσιτης | του | οικόσιτου |
| αιτιατική | τον | οικόσιτο | την | οικόσιτη | το | οικόσιτο |
| κλητική | οικόσιτε | οικόσιτη | οικόσιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικόσιτοι | οι | οικόσιτες | τα | οικόσιτα |
| γενική | των | οικόσιτων | των | οικόσιτων | των | οικόσιτων |
| αιτιατική | τους | οικόσιτους | τις | οικόσιτες | τα | οικόσιτα |
| κλητική | οικόσιτοι | οικόσιτες | οικόσιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικόσιτος < (ελληνιστική κοινή) οἰκόσιτος < οἶκος + σῖτος
Επίθετο
οικόσιτος, -η, -ο
- για ζώο ή πουλερικό που τρέφεται από τον άνθρωπο και ζει μαζί του
- Ένας οικόσιτος παπαγάλος ...βοήθησε την αστυνομία να συλλάβει τον δολοφόνο της ιδιοκτήτριάς του στη βόρεια ινδική πόλη Άγκρα, αναφέρουν σήμερα δημοσιεύματα. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) οικόσιτο: ζώο ή πουλερικό που τρέφεται από τον άνθρωπο και ζει μαζί του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.