γουρουνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουρουνάκι τα γουρουνάκια
      γενική
    αιτιατική το γουρουνάκι τα γουρουνάκια
     κλητική γουρουνάκι γουρουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρουνάκι < γουρούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουρουνάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣu.ɾuˈna.ci/
Τρία γουρουνάκια.

Ουσιαστικό

γουρουνάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γουρουνάκι < γουρούν(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

γουρουνάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

  • γουρουνόπουλον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.