γουρουνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρουνιά οι γουρουνιές
      γενική της γουρουνιάς των γουρουνιών
    αιτιατική τη γουρουνιά τις γουρουνιές
     κλητική γουρουνιά γουρουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρουνιά < γουρούνι

Ουσιαστικό

γουρουνιά θηλυκό

  1. γουρουνίσια συμπεριφορά
  2. προστυχιά, χυδαιότητα
  3. λαιμαργία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.