γουρουνόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γουρουνόπουλο | τα | γουρουνόπουλα |
| γενική | του | γουρουνόπουλου | των | γουρουνόπουλων |
| αιτιατική | το | γουρουνόπουλο | τα | γουρουνόπουλα |
| κλητική | γουρουνόπουλο | γουρουνόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουρουνόπουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουρουνόπουλο(ν) < γουρούν(ιν) + -όπουλο
Ουσιαστικό
γουρουνόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του γουρούνι
- γουρούνι που το έχουν σφάξει ή το έχουν ψήσει
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γουρουνόπουλο < γουρούν(ιν) + -όπουλο[1]
Ουσιαστικό
γουρουνόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του γουρούνιν
- άλλες μορφές: γουρουνόπουλλον
- ≈ συνώνυμα: γουρουνάκι
Αναφορές
- γουρουνόπουλο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.