σῦς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῡ- σε μονοσύλλαβα, αλλιώς σῠ-
ονομαστική / σῦς οἱ/αἱ σύες, σῦς
      γενική τοῦ/τῆς συός τῶν συῶν
      δοτική τῷ/τῇ συῐ̈́ τοῖς/ταῖς συσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν σῦν τοὺς/τὰς σῦς, σύας
     κλητική ! σῦ σῦες, σῦς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σύε
γεν-δοτ τοῖν  συοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σῦς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sū- (γουρούνι). Συγγενή: λατινική sus, αγγλική swine, sow

Ουσιαστικό

σῦς αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) γουρούνι, χοίρος
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 7.24
    οἱ δὲ ὡς ἤκουσαν, ὥσπερ ἢ συὸς ἀγρίου ἢ ἐλάφου φανέντος ἵενται ἐπ᾽ αὐτόν.
    Μόλις οι άλλοι το άκουσαν, ορμούν καταπάνω του, σαν να είχε φανεί αγριογούρουνο ή ελάφι.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr
  2. (θηλαστικό ζώο) κάπρος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 393 (στίχοι 392-394)
    αὐτίκα δ᾽ ἔγνω | οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι | Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα μετ᾽ Αὐτόλυκόν τε καὶ υἷας,
    και ξαφνικά την αναγνώρισε. Ουλή που κάποτε | ένας κάπρος με το λευκό του δόντι τού στιγμάτισε, κάπου στον Παρνασσό, | πηγαίνοντας να συναντήσει τον Αυτόλυκο και τα παιδιά του,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  3. θηλυκό: (θηλαστικό ζώο) γουρούνα, σκρόφα
      5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 3.222, p.430 @scaife.perseus
    δῆσαι δὲ χρὴ κύστιν συὸς θηλείης, ταύτην δὲ ψήσας εὖ μάλα· ἐπὴν δὲ προσδήσῃς, ἐγχέας τὸ γάλα ἐς τὴν κύστιν,

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.