gris
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | gris | gris |
| θηλυκό | grise | grises |
gris (fr)
- γκρίζος, σταχτής, φαιός
- (μεταφορικά) ελαφρά μεθυσμένος
Ουσιαστικό
gris (fr) αρσενικό
- (χρώμα) γκρι, το σταχτί
- ένας χαρακτηριστικός χρωματισμός του τριχώματος ενός αλόγου που αποτελείται από άσπρες, μαύρες, και άλλες τρίχες
- γκρι ενδύματα
Εκφράσεις
- argent gris
- il fait gris
- gris perle
- gris souris
- marché gris
- petit gris
Παροιμίες
- la nuit tous les chats sont gris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.