γουρούνιν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γουρούνι
- γουρούνιον
- γουρώνιν
Εκφράσεις
- γουρούνιν κάπρειον : (πιθανόν) αγριογούρουνο
Παράγωγα
- γουρουνίτικος
- γουρουνότριχα
υποκοριστικά:
- γουρνόπουλον
- {λ|γουρόπουλο|gkm}}(ν)
- γουρουνάκι
- γουρουνόπουλο(ν)
Αναφορές
- <γρωνάδες>· θήλειαι σύες (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Γ)
- γουρούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γουρούνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γουρούνιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 364, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.