σκρόφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκρόφα | οι | σκρόφες |
| γενική | της | σκρόφας | των | σκροφών |
| αιτιατική | τη | σκρόφα | τις | σκρόφες |
| κλητική | σκρόφα | σκρόφες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκρόφα < ελληνιστική σκρόφα < λατινική scrofa (αγριόχοιρος)
Ουσιαστικό
σκρόφα θηλυκό
- το θηλυκό γουρούνι
- (υβριστικό) υβριστικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται σε μία γυναίκα
- (μεταφορικά) πόρνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.