hog

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hog hogs

hog (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) το γουρούνι
     συνώνυμα: pig
  2. (αργκό) μεγάλη μοτοσικλέτα

Ρήμα

ενεστώτας hog
γ΄ ενικό ενεστώτα hogs
αόριστος hogged
παθητική μετοχή hogged
ενεργητική μετοχή hogging

hog (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.