γουρουνίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γουρουνίσιος | η | γουρουνίσια | το | γουρουνίσιο |
| γενική | του | γουρουνίσιου | της | γουρουνίσιας | του | γουρουνίσιου |
| αιτιατική | τον | γουρουνίσιο | τη | γουρουνίσια | το | γουρουνίσιο |
| κλητική | γουρουνίσιε | γουρουνίσια | γουρουνίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γουρουνίσιοι | οι | γουρουνίσιες | τα | γουρουνίσια |
| γενική | των | γουρουνίσιων | των | γουρουνίσιων | των | γουρουνίσιων |
| αιτιατική | τους | γουρουνίσιους | τις | γουρουνίσιες | τα | γουρουνίσια |
| κλητική | γουρουνίσιοι | γουρουνίσιες | γουρουνίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γουρουνίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
γουρουνίσιος -ια -ιο
- που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με γουρούνι
- η συνταγή θέλει γουρουνίσιο κρέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.