γελάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γελάω < γελ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γελῶ, συνηρημένος τύπος του γελάω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λά‐ω
Ρήμα
γελάω/γελώ, πρτ.: γελούσα/γέλαγα, αόρ.: γέλασα, παθ.φωνή: γελιέμαι, π.αόρ.: γελάστηκα, μτχ.π.π.: γελασμένος
- (μόνον στην ενεργητική φωνή) αντιδρώ με γέλιο, με χαρά
- (αμετάβατο) αντιδρώ σε κάτι αστείο ή παράλογο με το γέλιο
- ↪ Είπαμε ανέκδοτα και γελάσαμε με την ψυχή μας.
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αντιδρώ θετικά σε κάτι ευχάριστο
- ↪ Γελούσαν και τα μάτια του όταν τη συναντούσε.
- (+μαζί με κάποιον) περιγελώ
- ↪ Μ' αυτά τα ρούχα θα βγεις έξω; Θα γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.
- (αμετάβατο) αντιδρώ σε κάτι αστείο ή παράλογο με το γέλιο
- (ενεργητική και παθητική φωνή γελιέμαι) εξαπατώ, κάνω λάθος
- (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον μια ανακριβή πληροφορία
- —Πού είναι η οδός Αστυδάμαντος; —Θα σε γελάσω.
- ↪ Γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα σε συγχωρήσω.
- ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω
- ↪ Πήγε ν' αγοράσει ένα στερεοφωνικό αλλά τον γελάσανε και του πούλησαν μια μαϊμού.
- (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον μια ανακριβή πληροφορία
Εκφράσεις
- θα γελάσει κάθε πικραμένος
- θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γελα- γελι-
γελα- γελι-
- αγέλαστα (επίρρημα)
- αγέλαστος
- ακαταγέλαστος
- αναγέλασμα
- αναγελαστής
- αναγελαστικά (επίρρημα)
- αναγελαστικός
- αναγελάστρα
- αναγέλιο
- αξεγέλαστος
- αξιογέλαστος
- απεριγέλαστα (επίρρημα)
- απεριγέλαστος
- αχνογέλιο
- γελαζούμενα (επίρρημα)
- γελαζούμενος
- γελάκι
- γέλασμα
- γελασμένος, γελαμένος
- γελαστά (επίρρημα)
- γελαστής
- γελαστικά (επίρρημα)
- γελαστικός
- γελαστός & σύνθετα
- γελάστρα
- γελιέμαι
- γέλιο
- γελοίος & συγγενικά
- γελοιότητα
- γελοιώδης
- γέλωτας & θέματα γελωτο-
- θεογέλαστος
- καταγελασμένος
- καταγέλαστα (επίρρημα)
- καταγέλαστος
- ματαγελάω, ματαγελιέμαι
- μισογελαζούμενα (επίρρημα)
- ξαναγελάω, ξαναγελιέμαι
- ξεγέλασμα
- ξεγελασμένος
- ξεγελασμός
- ξεγελαστής
- ξεγελαστικός
- ξεγελάστρα
- ξεγελάω
- παιζογέλασμα
- παιζογελάω
- παραγελάω
- περιγέλασμα, περγέλασμα
- περιγελασμένος
- περιγελασμός
- περιγελαστής
- περιγελαστικά, περγελαστικά (επίρρημα)
- περιγελαστικός
- περιγέλαστος
- περιγελάστρα
- περιγελάω
- περιγέλιο, περγέλιο
- πικρογέλιο
- πικροχαμογελάω
- πολυγελιέμαι
- ροδογέλαστος
- σιγογελάω
- τρελογέλιο
- χαμογελάκι
- χαμογελασιά
- χαμογέλασμα
- χαμογελαστά (επίρρημα)
- χαμογελαστός
- χαμογέλιο
- χασκογέλασμα
- χασκογελάω
- χασκογέλιο
- ψευτογελιέμαι
- ψευτογέλιο
- και λήγουν σε -γελάω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γελάω - γελώ | γελούσα - γέλαγα | θα γελάω - γελώ | να γελάω - γελώ | γελώντας | |
| β' ενικ. | γελάς | γελούσες - γέλαγες | θα γελάς | να γελάς | γέλα - γέλαγε | |
| γ' ενικ. | γελάει - γελά | γελούσε - γέλαγε | θα γελάει - γελά | να γελάει - γελά | ||
| α' πληθ. | γελάμε - γελούμε | γελούσαμε - γελάγαμε | θα γελάμε - γελούμε | να γελάμε - γελούμε | ||
| β' πληθ. | γελάτε | γελούσατε - γελάγατε | θα γελάτε | να γελάτε | γελάτε | |
| γ' πληθ. | γελάν(ε) - γελούν(ε) | γελούσαν(ε) - γέλαγαν - γελάγανε | θα γελάν(ε) - γελούν(ε) | να γελάν(ε) - γελούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γέλασα | θα γελάσω | να γελάσω | γελάσει | ||
| β' ενικ. | γέλασες | θα γελάσεις | να γελάσεις | γέλα - γέλασε | ||
| γ' ενικ. | γέλασε | θα γελάσει | να γελάσει | |||
| α' πληθ. | γελάσαμε | θα γελάσουμε | να γελάσουμε | |||
| β' πληθ. | γελάσατε | θα γελάσετε | να γελάσετε | γελάστε | ||
| γ' πληθ. | γέλασαν γελάσαν(ε) |
θα γελάσουν(ε) | να γελάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γελάσει | είχα γελάσει | θα έχω γελάσει | να έχω γελάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γελάσει | είχες γελάσει | θα έχεις γελάσει | να έχεις γελάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γελάσει | είχε γελάσει | θα έχει γελάσει | να έχει γελάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γελάσει | είχαμε γελάσει | θα έχουμε γελάσει | να έχουμε γελάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γελάσει | είχατε γελάσει | θα έχετε γελάσει | να έχετε γελάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γελάσει | είχαν γελάσει | θα έχουν γελάσει | να έχουν γελάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γελιέμαι | γελιόμουν(α) | θα γελιέμαι | να γελιέμαι | ||
| β' ενικ. | γελιέσαι | γελιόσουν(α) | θα γελιέσαι | να γελιέσαι | ||
| γ' ενικ. | γελιέται | γελιόταν(ε) | θα γελιέται | να γελιέται | ||
| α' πληθ. | γελιόμαστε | γελιόμαστε γελιόμασταν |
θα γελιόμαστε | να γελιόμαστε | ||
| β' πληθ. | γελιέστε | γελιόσαστε γελιόσασταν |
θα γελιέστε | να γελιέστε | γελιέστε | |
| γ' πληθ. | γελιούνται | γελιόνταν(ε) γελιούνταν γελιόντουσαν |
θα γελιούνται | να γελιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γελάστηκα | θα γελαστώ | να γελαστώ | γελαστεί | ||
| β' ενικ. | γελάστηκες | θα γελαστείς | να γελαστείς | γελάσου | ||
| γ' ενικ. | γελάστηκε | θα γελαστεί | να γελαστεί | |||
| α' πληθ. | γελαστήκαμε | θα γελαστούμε | να γελαστούμε | |||
| β' πληθ. | γελαστήκατε | θα γελαστείτε | να γελαστείτε | γελαστείτε | ||
| γ' πληθ. | γελάστηκαν γελαστήκαν(ε) |
θα γελαστούν(ε) | να γελαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω γελαστεί | είχα γελαστεί | θα έχω γελαστεί | να έχω γελαστεί | γελασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις γελαστεί | είχες γελαστεί | θα έχεις γελαστεί | να έχεις γελαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει γελαστεί | είχε γελαστεί | θα έχει γελαστεί | να έχει γελαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε γελαστεί | είχαμε γελαστεί | θα έχουμε γελαστεί | να έχουμε γελαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε γελαστεί | είχατε γελαστεί | θα έχετε γελαστεί | να έχετε γελαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν γελαστεί | είχαν γελαστεί | θα έχουν γελαστεί | να έχουν γελαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γελασμένος - είμαστε, είστε, είναι γελασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γελασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γελασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γελασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γελασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γελασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γελασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
γελάω
|
Αναφορές
- γελώ, γελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
γελάω / γελῶ
- γελάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 101 (100-105)
- ... πότνια Ἥρη, ὄχθησαν δ᾽ ἀνὰ δῶμα Διὸς θεοί: ἣ δ᾽ ἐγέλασσε χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη
- (βεβιασμένο χαμόγελο) γέλασε μόνο με τα χείλη, χωρίς να χαλαρώσει το μέτωπο πάνω από τα σκούρα της φρύδια,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 222 Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις
- γελάς με το κακό που με βρήκε / κοροϊδεύεις, περιγελάς τον καημό μου -ή ίσως με την έννοια του γελανόω- "διακωμωδείς τον καημό μου για να τον αλαφρώσεις")
- ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 64b
- οὐ πάνυ γέ με νυνδὴ γελασείοντα ἐποίησας γελάσαι
- να 'σαι καλά, με έκανες να γελάσω αν και δεν είχα όρεξη για γέλια
- οὐ πάνυ γέ με νυνδὴ γελασείοντα ἐποίησας γελάσαι
- ※ 4ος/3ος αιώνας πκε Φιλήμων ο κωμικός (Φιλήμ.) Philemo Comicus (Philem.110)
- ὅταν ποτ᾽ ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ
Συγγενικά
- γέλως και αιολικός τύπος : γέλος
- γέλοιος και γελοῖος
- γελασῖνος
- γελαστός
- γελωτοποιός, γελωτοποιέω, γελωτοποιία
- γελοιαστής
- γελοιαστικός
- σπουδαιογέλοιος, σπουδαιογέλοιον
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- γελάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γελάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.