γελαστής
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.laˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λα‐στής
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γελαστής | οι | γελαστές |
| γενική | του | γελαστή | των | γελαστών |
| αιτιατική | τον | γελαστή | τους | γελαστές |
| κλητική | γελαστή | γελαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- γελαστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελαστής < γελάω / γελῶ
Ουσιαστικό
γελαστής αρσενικό (θηλυκό γελάστρα & γελάστρια)
- (σπάνιο) αυτός που αστειεύεται, που χαριεντίζεται (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (σπάνιο) αυτός που περιγελάει κάποιον, που έχει σαρκαστική διάθεση και συμπεριφορά [1]
- (σπάνιο) που εξαπατά κάποιον, ο απατεώνας [1]
Ετυμολογία 2
- γελαστής: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- γελαστής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γελαστής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γελαστής | οἱ | γελασταί |
| γενική | τοῦ | γελαστοῦ | τῶν | γελαστῶν |
| δοτική | τῷ | γελαστῇ | τοῖς | γελασταῖς |
| αιτιατική | τὸν | γελαστήν | τοὺς | γελαστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | γελαστᾰ́ | γελασταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γελαστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γελασταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Σύνθετα
- ἐγγελαστής
- καταγελαστής
Πηγές
- γελαστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γελαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.