γελαστής

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.laˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γελαστής

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γελαστής οι γελαστές
      γενική του γελαστή των γελαστών
    αιτιατική τον γελαστή τους γελαστές
     κλητική γελαστή γελαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γελαστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελαστής < γελάω / γελῶ

Ουσιαστικό

γελαστής αρσενικό (θηλυκό γελάστρα & γελάστρια)

  1. (σπάνιο) αυτός που αστειεύεται, που χαριεντίζεται (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. (σπάνιο) αυτός που περιγελάει κάποιον, που έχει σαρκαστική διάθεση και συμπεριφορά [1]
     συνώνυμα: είρωνας, είρων
  3. (σπάνιο) που εξαπατά κάποιον, ο απατεώνας [1]

Σύνθετα

 και δείτε τα σύνθετα του θηλυκού γελάστρα, γελάστρια

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γελάω

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

γελαστής: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γελαστής

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γελαστής οἱ γελασταί
      γενική τοῦ γελαστοῦ τῶν γελαστῶν
      δοτική τῷ γελαστ τοῖς γελασταῖς
    αιτιατική τὸν γελαστήν τοὺς γελαστᾱ́ς
     κλητική ! γελαστᾰ́ γελασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γελαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  γελασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Σύνθετα

  • ἐγγελαστής
  • καταγελαστής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.