ομόρριζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομόρριζος | η | ομόρριζη | το | ομόρριζο |
| γενική | του | ομόρριζου | της | ομόρριζης | του | ομόρριζου |
| αιτιατική | τον | ομόρριζο | την | ομόρριζη | το | ομόρριζο |
| κλητική | ομόρριζε | ομόρριζη | ομόρριζο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομόρριζοι | οι | ομόρριζες | τα | ομόρριζα |
| γενική | των | ομόρριζων | των | ομόρριζων | των | ομόρριζων |
| αιτιατική | τους | ομόρριζους | τις | ομόρριζες | τα | ομόρριζα |
| κλητική | ομόρριζοι | ομόρριζες | ομόρριζα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομόρριζος < λόγια λέξη από τα ὁμός ή ὁμοῦ + ρίζα (κατ' αναλογία προς την αρχαία ελληνική βαθύρριζος και ὁμόσπλαγχνος, ὁμόφυτος κ.λπ.)
Επίθετο
ομόρριζος,η,ο
- το φυτό που βγήκε από τις ίδιες ρίζες με ένα άλλο
- Μην το τραβήξεις δυνατά, πρέπει να χωρίσουμε τις ρίζες, γιατί μοιάζει να φύτρωσε δίπλα στο άλλο, αλλά είναι ομόρριζο
- (μεταφορικά) εκείνος που έχει ίδια καταγωγή, ίδιες ρίζες με άλλον, με την ευρύτερη έννοια,
- ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο
γραμμ. εκείνο που ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων, έχει κοινή ρίζα, θέμα, ίδια προέλευση.
Μεταφράσεις
ομόρριζος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.