γελοῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γελοῖος γελοί τὸ γελοῖον
      γενική τοῦ γελοίου τῆς γελοίᾱς τοῦ γελοίου
      δοτική τῷ γελοί τῇ γελοί τῷ γελοί
    αιτιατική τὸν γελοῖον τὴν γελοίᾱν τὸ γελοῖον
     κλητική ! γελοῖε γελοί γελοῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γελοῖοι αἱ γελοῖαι τὰ γελοῖ
      γενική τῶν γελοίων τῶν γελοίων τῶν γελοίων
      δοτική τοῖς γελοίοις ταῖς γελοίαις τοῖς γελοίοις
    αιτιατική τοὺς γελοίους τὰς γελοίᾱς τὰ γελοῖ
     κλητική ! γελοῖοι γελοῖαι γελοῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γελοίω τὼ γελοί τὼ γελοίω
      γεν-δοτ τοῖν γελοίοιν τοῖν γελοίαιν τοῖν γελοίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γελοῖος < θέμα γελο- (< γελῶ,γελόω & γελάω) + -ιος [1]

Επίθετο

γελοῖος, -α, -ον

  1. που είναι για γέλια, ο καταγέλαστος, ο γελοίος
  2. ο αστείος, ο ευχάριστος (όχι δηλαδή αναγκαστικά ο γελοίος)

Συνώνυμα

με παρόμοια σημασία:

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα, θέμα με γελοι-

Αναφορές

  1. γελοίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.