γελοῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γελοῖος | ἡ | γελοίᾱ | τὸ | γελοῖον |
| γενική | τοῦ | γελοίου | τῆς | γελοίᾱς | τοῦ | γελοίου |
| δοτική | τῷ | γελοίῳ | τῇ | γελοίᾳ | τῷ | γελοίῳ |
| αιτιατική | τὸν | γελοῖον | τὴν | γελοίᾱν | τὸ | γελοῖον |
| κλητική ὦ! | γελοῖε | γελοίᾱ | γελοῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γελοῖοι | αἱ | γελοῖαι | τὰ | γελοῖᾰ |
| γενική | τῶν | γελοίων | τῶν | γελοίων | τῶν | γελοίων |
| δοτική | τοῖς | γελοίοις | ταῖς | γελοίαις | τοῖς | γελοίοις |
| αιτιατική | τοὺς | γελοίους | τὰς | γελοίᾱς | τὰ | γελοῖᾰ |
| κλητική ὦ! | γελοῖοι | γελοῖαι | γελοῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γελοίω | τὼ | γελοίᾱ | τὼ | γελοίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | γελοίοιν | τοῖν | γελοίαιν | τοῖν | γελοίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γελοῖος, -α, -ον
- που είναι για γέλια, ο καταγέλαστος, ο γελοίος
- ο αστείος, ο ευχάριστος (όχι δηλαδή αναγκαστικά ο γελοίος)
Συνώνυμα
με παρόμοια σημασία:
- γελαστός (ο καταγέλαστος, ο άξιος για γέλια)
- γελωτοποιός
- γελοιαστής (ο γελωτοποιός στα ελληνιστικά χρόνια ή και στη μεταγενέστερη ελληνική)
- γελοιαστικός (που προκαλεί γέλια, στην ελληνιστική)
Παράγωγα
παράγωγα και σύνθετα, θέμα με γελοι-
- ἀγέλοιος
- γελοιασμός
- γελοιαστής
- γελοιαστικός
- γελοιάω
- γελοιάζω
- γελοίιος
- γελοιομελέω
- γέλοιος
- γελοιότης
- γελοιώδης
- γελοίων
- παγγέλοιος
- σπουδαιογέλοιος
- σπουδογέλοιος
- ὑπεργέλοιος
- φιλογελοιαστής
- φιλογέλοιος
Αναφορές
- γελοίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γέλοιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γελοῖος, γέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.