περιγέλαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγέλαστος η περιγέλαστη το περιγέλαστο
      γενική του περιγέλαστου της περιγέλαστης του περιγέλαστου
    αιτιατική τον περιγέλαστο την περιγέλαστη το περιγέλαστο
     κλητική περιγέλαστε περιγέλαστη περιγέλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγέλαστοι οι περιγέλαστες τα περιγέλαστα
      γενική των περιγέλαστων των περιγέλαστων των περιγέλαστων
    αιτιατική τους περιγέλαστους τις περιγέλαστες τα περιγέλαστα
     κλητική περιγέλαστοι περιγέλαστες περιγέλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιγέλαστος < ελληνιστική κοινή περιγέλαστος < περιγελάω < αρχαία ελληνική γελάω

Επίθετο

περιγέλαστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.