αναγέλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγέλασμα τα αναγελάσματα
      γενική του αναγελάσματος των αναγελασμάτων
    αιτιατική το αναγέλασμα τα αναγελάσματα
     κλητική αναγέλασμα αναγελάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγέλασμα < αναγελώ + -μα

Ουσιαστικό

αναγέλασμα ουδέτερο

  1. ο εμπαιγμός
     συνώνυμα: κοροϊδία, περιγέλασμα, περίπαιγμα, χλευασμός
  2. που αξίζει να τον εμπαίζουν και να τον περιγελούν
     συνώνυμα: ανάγελο, περίγελο, περίγελος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.