αξιογέλαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιογέλαστος η αξιογέλαστη το αξιογέλαστο
      γενική του αξιογέλαστου της αξιογέλαστης του αξιογέλαστου
    αιτιατική τον αξιογέλαστο την αξιογέλαστη το αξιογέλαστο
     κλητική αξιογέλαστε αξιογέλαστη αξιογέλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιογέλαστοι οι αξιογέλαστες τα αξιογέλαστα
      γενική των αξιογέλαστων των αξιογέλαστων των αξιογέλαστων
    αιτιατική τους αξιογέλαστους τις αξιογέλαστες τα αξιογέλαστα
     κλητική αξιογέλαστοι αξιογέλαστες αξιογέλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιογέλαστος < άξιος + -ο- + γελώ + -τος

Επίθετο

αξιογέλαστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.