γελωτοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γελωτοποιός | οι | γελωτοποιοί |
| γενική | του | γελωτοποιού | των | γελωτοποιών |
| αιτιατική | τον | γελωτοποιό | τους | γελωτοποιούς |
| κλητική | γελωτοποιέ | γελωτοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γελωτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελωτοποιός < γέλως + -ποιός (ποιῶ)
Ουσιαστικό
γελωτοποιός αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.