laugh
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
laugh < παλαιά αγγλικά hlæhhan ή hlihhan
Προφορά
- ΔΦΑ : /lɑːf/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| laugh | laughs |
laugh (en)
- το γέλιο, ο ήχος του να γελάω
- ↪ a loud laugh - δυνατό γέλιο
- ↪ He answered with a laugh.
- Απάντησε μ' ένα γέλιο.
- ↪ We had a good laugh over…
- Γελάσαμε με την ψυχή μας για…
Ρήμα
| ενεστώτας | laugh |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs |
| αόριστος | laughed |
| παθητική μετοχή | laughed |
| ενεργητική μετοχή | laughing |
laugh (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γελάω
- ↪ I couldn’t get him to laugh.
- Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
- ↪ He was laughing to himself over what he was reading.
- Γελούσε από μέσα του μ' αυτά που διάβαζε.
- ↪ I couldn’t get him to laugh.
Εκφράσεις
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.