χαμογελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμογελάκι τα χαμογελάκια
      γενική
    αιτιατική το χαμογελάκι τα χαμογελάκια
     κλητική χαμογελάκι χαμογελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμογελάκι < χαμόγελ(ο) + -άκι

Ουσιαστικό

χαμογελάκι ουδέτερο

  1. (προφορικό, ειρωνικό) υποκοριστικό του χαμόγελο
  2. (διαδικτυακή αργκό)
    Βάζω πολύ συχνά χαμογελάκια στα μηνύματά μου.
     συνώνυμα: εμότζι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.