γελαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γελαστικός η γελαστική το γελαστικό
      γενική του γελαστικού της γελαστικής του γελαστικού
    αιτιατική τον γελαστικό τη γελαστική το γελαστικό
     κλητική γελαστικέ γελαστική γελαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γελαστικοί οι γελαστικές τα γελαστικά
      γενική των γελαστικών των γελαστικών των γελαστικών
    αιτιατική τους γελαστικούς τις γελαστικές τα γελαστικά
     κλητική γελαστικοί γελαστικές γελαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γελαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

γελαστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.