γαλήνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλήνη | ||
| γενική | της | γαλήνης | ||
| αιτιατική | τη | γαλήνη | ||
| κλητική | γαλήνη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλήνη < αρχαία ελληνική γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈli.ni/
Ουσιαστικό
γαλήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
γαλήνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.