γαλήνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γαλήνη
      γενική της γαλήνης
    αιτιατική τη γαλήνη
     κλητική γαλήνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλήνη < αρχαία ελληνική γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈli.ni/

Ουσιαστικό

γαλήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η ήρεμη κατάσταση της θάλασσας ή της ατμόσφαιρας, γενικά
     συνώνυμα: ηρεμία, κάλμα, μπουνάτσα, νηνεμία
     αντώνυμα: τρικυμία, φουρτούνα , θύελλα
  2. (μεταφορικά) η ψυχική και πνευματική ηρεμία
     συνώνυμα: αταραξία, ηρεμία, πραότητα
     αντώνυμα: αναστάτωση, ταραχή , σύγχυση

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)

Ουσιαστικό

γαλήνη θηλυκό

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.