χαμογέλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαμογέλασμα | τα | χαμογελάσματα |
| γενική | του | χαμογελάσματος | των | χαμογελασμάτων |
| αιτιατική | το | χαμογέλασμα | τα | χαμογελάσματα |
| κλητική | χαμογέλασμα | χαμογελάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαμογέλασμα < χαμογελώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαμόγελο
Μεταφράσεις
χαμογέλασμα
|
→ δείτε τη λέξη χαμόγελο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.