ἄνθρωπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄνθρωπος | οἱ/αἱ | ἄνθρωποι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνθρώπου | τῶν | ἀνθρώπων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνθρώπῳ | τοῖς/ταῖς | ἀνθρώποις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄνθρωπον | τοὺς/τὰς | ἀνθρώπους |
| κλητική ὦ! | ἄνθρωπε | ἄνθρωποι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνθρώπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθρώποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ἄνθρωπος < αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀀𐀵𐀫𐀦 (a-to-ro-qo). Πιθανόν *ἄνδρωπος < ἀνήρ + ὤψ (αυτός που έχει ανδρική όψη).[1] Αλλά η ύπαρξη του < δ > (όπως στη γενική ἀνδρός) και η υπόθεση *ἄνδρωπος είναι προβληματική. Ο Beekes[2] υποστηρίζει ότι δεν είναι ινδοευρωπαϊκή λέξη, υποθέτοντας προελληνική προέλευση.
- Δείτε και πώς ετυμολόγησε τη λέξη ο Πλάτωνας στον Κρατύλο.
Ουσιαστικό
ἄνθρωπος αρσενικό ή θηλυκό (ιωνικός τύπος ὥνθρωπος)
- άνθρωπος, αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη φυλή
- ※ ...θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας / πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ κτημάτων ὑπέρτατον...
- οι θεοί χαρίζουνε στον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο τ' απόχτημά του απ' όλα όσα υπάρχουν
- Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ.683. @greek-language.gr Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης. Σκηνή: Μιλά ο Αίμονας στον Κρέοντα.
- οι θεοί χαρίζουνε στον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο τ' απόχτημά του απ' όλα όσα υπάρχουν
- ※ σημαίνει τοῦτο τὸ ὄνομα ὁ “ἄνθρωπος” ὅτι τὰ μὲν ἄλλα θηρία ὧν ὁρᾷ οὐδὲν ἐπισκοπεῖ οὐδὲ ἀναλογίζεται οὐδὲ ἀναθρεῖ, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἅμα ἑώρακεν—τοῦτο δ᾽ ἐστὶ [τὸ] “ὄπωπε”—καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃπωπεν. ἐντεῦθεν δὴ μόνον τῶν θηρίων ὀρθῶς ὁ ἄνθρωπος “ἄνθρωπος” ὠνομάσθη, ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε.
- αυτό το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι τα άλλα θηρία απ' όσα βλέπουν τίποτε δεν ερευνούν ούτε συλλογίζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή (ἀ ν α θ ρ ε ῖ ν), ο άνθρωπος όμως συγχρόνως βλέπει -και αυτό είναι το ὄπωπε- και παρατηρεί με προσοχή (ἀ ν α θ ρ ε ῖ) και συλλογίζεται εκείνο που έχει ιδεί (δηλ. ὄ π ω π ε). Απ' αυτό λοιπόν βγαίνει ότι από τα θηρία μόνον ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε ἄ ν θ ρ ω π ο ς «ο εξετάζων όσα έχει ιδεί» (ἀ ν α θ ρ ῶ ν ἃ ὄ π ω π ε)
- ※ ...θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας / πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ κτημάτων ὑπέρτατον...
- (κατ' επέκταση) ο άνδρας
- ※ ...τούτῳ καὶ ἐνταῦθα ἴσως διαφέρω τῶν πολλῶν ἀνθρώπων...
- ... και σε τούτο εδώ διαφέρω από τους περισσότερους ανθρώπους...
- Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 29b @greek-language.gr. Μετάφραση: Παύλος Νιρβάνας.
- ... και σε τούτο εδώ διαφέρω από τους περισσότερους ανθρώπους...
- ※ ...τούτῳ καὶ ἐνταῦθα ἴσως διαφέρω τῶν πολλῶν ἀνθρώπων...
Συγγενικά
- ἀνθρωπότης
- ἀνθρωπίσκος
- ἀνθρώπιον και ἀνθρωπάριον
- ἀνθρώπινος (αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο)
- ἀνθρωπέη, -ῆ (κατά το λεοντῆ, δέρμα ανθρώπου)
- ἀνθρώπειος (ο σχετικός με τον άνθρωπο)
Σύνθετα
- ἀνθρωπο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνθρωπο- στο Βικιλεξικό
- -άνθρωπος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -άνθρωπος στο Βικιλεξικό
- -ανθρωπία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ανθρωπία στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- ἀνθρωπόμορφος
- ἀνθρωπονομικός (ο κατάλληλος να διοικεί ανθρώπους)
- ἀνθρωποποιός (γλύπτης και ζωγράφος)
- ἀνθρωποφυής (αυτός που έχει ανθρώπινη φύση)
- ἀνθρωπομάγειρος (που μαγειρεύει ανθρώπινο κρέας)
- ἀνθρωποκτόνος (εκείνος που φονεύει άνθρωπο)
- ἀνθρωπόκτονος (σχετικός με άνθρωπο που έχει φονευθεί)
- ἀνθρωπόγλωσσος (ο παπαγάλος, που μιλάει σαν άνθρωπος)
Αναφορές
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἄνθρωπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνθρωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.