γελοίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γελοίος | η | γελοία | το | γελοίο |
| γενική | του | γελοίου | της | γελοίας | του | γελοίου |
| αιτιατική | τον | γελοίο | τη | γελοία | το | γελοίο |
| κλητική | γελοίε | γελοία | γελοίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γελοίοι | οι | γελοίες | τα | γελοία |
| γενική | των | γελοίων | των | γελοίων | των | γελοίων |
| αιτιατική | τους | γελοίους | τις | γελοίες | τα | γελοία |
| κλητική | γελοίοι | γελοίες | γελοία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γελοίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελοῖος < γελο- → δείτε τη λέξη γελάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeˈli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λοί‐ος
Επίθετο
γελοίος, -α, -ο
Συγγενικά
θέμα με γελοι-
- γελοία (επίρρημα)
- γελοιότητα
- γελοιώδης, γελοιώδες
- γελοιώδικος
- γελοιωδώς (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη γελάω
Σύνθετα
- αγελοιοποίητος
- αυτογελοιοποιημένος
- αυτογελοιοποιούμαι
- γελοιγράφημα
- γελοιογραφημένος
- γελοιογραφία
- γελοιογραφικός
- γελοιογράφος
- γελοιογραφώ, γελοιογραφούμαι
- γελοιοποιημένος
- γελοιοποίηση
- γελοιοποιήσιμος
- γελοιοποιώ, γελοιοποιούμαι
Μεταφράσεις
Πηγές
- γελοίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γελοίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με γελοι- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.