σπουδαιογέλοιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σπουδαιογέλοιος τὸ σπουδαιογέλοιον
      γενική τοῦ/τῆς σπουδαιογελοίου τοῦ σπουδαιογελοίου
      δοτική τῷ/τῇ σπουδαιογελοί τῷ σπουδαιογελοί
    αιτιατική τὸν/τὴν σπουδαιογέλοιον τὸ σπουδαιογέλοιον
     κλητική ! σπουδαιογέλοιε σπουδαιογέλοιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σπουδαιογέλοιοι τὰ σπουδαιογέλοι
      γενική τῶν σπουδαιογελοίων τῶν σπουδαιογελοίων
      δοτική τοῖς/ταῖς σπουδαιογελοίοις τοῖς σπουδαιογελοίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σπουδαιογελοίους τὰ σπουδαιογέλοι
     κλητική ! σπουδαιογέλοιοι σπουδαιογέλοι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπουδαιογελοίω τὼ σπουδαιογελοίω
      γεν-δοτ τοῖν σπουδαιογελοίοιν τοῖν σπουδαιογελοίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπουδαιογέλοιος < σπουδογέλοιος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος (< σπουδή) + γελοῖος

Επίθετο

σπουδαιογέλοιος, -ος, -ον

  • σπουδόγελως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.