σπουδαιογέλοιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σπουδαιογέλοιος | τὸ | σπουδαιογέλοιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | σπουδαιογελοίου | τοῦ | σπουδαιογελοίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | σπουδαιογελοίῳ | τῷ | σπουδαιογελοίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σπουδαιογέλοιον | τὸ | σπουδαιογέλοιον | ||
| κλητική ὦ! | σπουδαιογέλοιε | σπουδαιογέλοιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σπουδαιογέλοιοι | τὰ | σπουδαιογέλοιᾰ | ||
| γενική | τῶν | σπουδαιογελοίων | τῶν | σπουδαιογελοίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | σπουδαιογελοίοις | τοῖς | σπουδαιογελοίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | σπουδαιογελοίους | τὰ | σπουδαιογέλοιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σπουδαιογέλοιοι | σπουδαιογέλοιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδαιογελοίω | τὼ | σπουδαιογελοίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπουδαιογελοίοιν | τοῖν | σπουδαιογελοίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπουδαιογέλοιος < σπουδογέλοιος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος (< σπουδή) + γελοῖος
Επίθετο
σπουδαιογέλοιος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του σπουδογέλοιος σε επιγραφή της Ίμβρου (IG XII, 8 87)
- ※ μύ̣[σ]της εὐσεβὴς Καλλὴν σπουδαιογέλο[ι]ος. Εὔδημος, Στράτηγο[ς], Φιλόστρατο[ς], Ἐπάγαθ[ο]ς (Επιγραφή IG XII,8 87, από την Ίμβρο)
- σπουδόγελως
Πηγές
- σπουδαιογέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.